- καλέμι
- Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων.
Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην προηγούμενη εποχή. Τα κ. κατασκευάζονταν αφαιρώντας από μια έτοιμη λάμα πυρίτη μία ή περισσότερες λωρίδες ώσπου να διαμορφωθεί μια ισχυρή αιχμή (δίεδρη γωνία). Θεωρήθηκε ότι ένας τέτοιος τύπος εργαλείου ήταν πολύ πιο κατάλληλος για τη χάραξη υλικών διαφορετικής φύσης (από τα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων έως τα αντικείμενα από κόκαλο κλπ.) παρά η κόψη μιας λάμας ή η μύτη μιας βελόνας, που μπορούσαν να σπάσουν εύκολα. Ο μεγάλος αριθμός κ. που βρέθηκαν παντού στα παλαιολιθικά στρώματα και η ποικιλία των τύπων (κ. πλάγιο, κ. πλάγιο διπλό, κ. σε άκρο λάμας, κ. με σύνθετη αιχμή, κ. σε σχήμα ράμφους, φλάουτου κλπ.) αποδεικνύουν ότι το εργαλείο αυτό είχε ευρύτατη χρήση.
Προϊστορικά καλέμια από πυρίτη της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής.
Επεξεργασία καμέας με καλέμι· οι αιχμές του εργαλείου διαφέρουν ανάλογα με το αντικείμενο που πρόκειται να χαραχτεί.
* * *το1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμιδυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].
Dictionary of Greek. 2013.